Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, ήταν ένα βράδυ που όλοι θυμόμαστε πού ήμασταν και τί κάναμε. Εγώ συγκεκριμένα ήμουν στο σπίτι της φίλης μου της Νικολέτας στη Νέα Σμύρνη, καλεσμένος στο πάρτι για την γιορτή της και τα γενέθλια της που είναι την επόμενη μέρα. Κόσμος πολύς, φαγητό, ποτό, χοροί και μουσικές. Την εποχή εκείνη το κινητό δεν ήταν ακόμα προέκταση του χεριού μας, οπότε δεν είχαμε πάρει είδηση τι είχε συμβεί λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, στο κέντρο της Αθήνας. Λόγω του ότι το πάρτι τράβηξε μέχρι αργά, κάποια άτομα κοιμήθηκαν εκεί, μεταξύ τους κι εγώ.
Ξυπνώντας το επόμενο πρωί, ήρθαμε αντιμέτωποι με την ωμή πραγματικότητα. Στο τηλέφωνο μου είχα αμέτρητες αναπάντητες από τους γονείς μου και όπως ήταν φυσικό ο νους μου πήγε κατ ευθείαν στο κακό. Τους πήρα λοιπόν πίσω για να δω τι έχει συμβεί , και αφού τους καθησύχασα για το πού ήμουν και για το ότι ήμουν καλά, μού λέει η μάνα μου “καλά δεν έχεις πάρει χαμπάρι τι έχει γίνει; Σκότωσαν ένα παιδί στα Εξάρχεια.” Μαζευτήκαμε όλοι στο σαλόνι και ανοίξαμε την τηλεόραση. Πλάνα από τα Εξάρχεια, επεισόδια, και οι δημοσιογράφοι να μην ξέρουν πώς να καλύψουν το γεγονός. Αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί. Ακόμα και τώρα που το γράφω, 14 χρόνια μετά, νιώθω την ίδια ανατριχίλα.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν ιστορικές για τη χώρα και θα μνημονεύονται για πολλά χρόνια. Δεν έχει νόημα να μπω σε λεπτομέρειες, γιατί αυτό το κείμενο δεν το γράφω για να πω ότι “ήμουν κι εγώ εκεί”. Όσοι ήταν στους δρόμους της Αθήνας αυτές τις μέρες του Δεκέμβρη, αλλά και ένα χρόνο μετά, στην πρώτη “επέτειο”, ξέρουν.
Ήμουν 18 ετών το 2008, μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Αλέξανδρο. Στη θέση του θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε παιδί, ακόμη κι εγώ. Η δολοφονία αυτού του παιδιού ήταν ουσιαστικά η πρώτη γνωριμία της γενιάς μου με την κρατική βία. Όλα όσα ζήσαμε εκείνες τις μέρες, όλα όσα είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια, δεν βγήκαν ποτέ στις ειδήσεις των 20:00. Μάθαμε από πρώτο χέρι πώς διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα και πώς παραπλανιέται η μάζα. Ήταν η πρώτη φορά που είδαμε “μπαχαλάκηδες” κρυμμένους πίσω από τα ΜΑΤ. Η πρώτη φορά που μας έβρισε αστυνομικός γιατί απλά περάσαμε από δίπλα του. Η πρώτη φορά που είδαμε πώς ξεκινούν στην πραγματικότητα τα επεισόδια. Προφανώς η κατάσταση ξέφυγε και καταστράφηκαν περιουσίες ανθρώπων που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Όμως το μίσος που φυτρώθηκε εκείνες τις μέρες στη ψυχή αυτής της γενιάς, δεν θα σβήσει ποτέ.
Ήμασταν παιδιά και μας κάνατε να μισήσουμε τα πάντα σε αυτή τη χώρα.
Μεγαλώσαμε και απλά επιβεβαιωθήκαμε.
Στη χώρα αυτή προοδεύεις μόνο αν είσαι κλέφτης, παιδεραστής ή δολοφόνος.